azorite
Look at other dictionaries:
αζορίτης — Τανταλικό άλας του ασβεστίου με χημικό τύπο CaTa2O6, που συναντάται στις Αζόρες, απ’ όπου προέρχεται και η ονομασία του. * * * (azorite), ο (Ορυκτ.) τανταλικό άλας τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. azorite <… … Dictionary of Greek